- αβοτάνιστος
- η , ο непрополотый, невыполотый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αβοτάνιστος — η, ο [βοτανίζω] (για αγρούς) αυτός που δεν βοτανίστηκε, από τον οποίο δεν αφαιρέθηκαν τα αγριόχορτα, τα ζιζάνια … Dictionary of Greek
αβοτάνιστος — η, ο εκείνος που δε βοτανίστηκε, το χωράφι που δεν καθαρίστηκε από τα άγρια χόρτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακαθάριστος — η, ο [καθαρίζω] 1. αυτός που δεν έχει καθαριστεί, ο ακάθαρτος «ακαθάριστο σπίτι», «ακαθάριστο ποτήρι» 2. εκείνος πού δεν έχει απαλλαχθεί από ξένες ουσίες ή απορρίμματα «ακαθάριστο σιτάρι», «ακαθάριστο χωράφι» 3. ο αξεφλούδιστος «ακαθάριστα μήλα»… … Dictionary of Greek
αξεχορτάριαστος — η, ο (για κήπο ή αγρό) εκείνος τον οποίο δεν έχουν ξεχορταριάσει, δεν έχουν καθαρίσει από τά αγριόχορτα, τα ζιζάνια, ο αβοτάνιστος … Dictionary of Greek